μαιευτήρας

μαιευτήρας
ο
ειδικός γιατρός που ξεγεννάει τις έγκυες γυναίκες, ο γυναικολόγος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαιευτήρας — ο, η, θηλ. μαιεύτρια γιατρός ειδικευμένος στη μαιευτική και στη γυναικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύω + επίθημα τήρ (> τήρας)] …   Dictionary of Greek

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • εμβρυουλκός — Εργαλείο που χρησιμοποιεί ο μαιευτήρας για να διευκολύνει απλώς ή να φέρει σε πέρας τον τοκετό, όταν ειδικές συνθήκες, που εξαρτώνται είτε από τη μητέρα είτε από το έμβρυο, εμποδίζουν τη φυσιολογική του εξέλιξη. Παρά τις αόριστες αναφορές σχετικά …   Dictionary of Greek

  • ηρών — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (5ος αι. π.Χ.). Έζησε στην Αλεξάνδρεια και σύμφωνα με το λεξικό Σούδα ήταν δάσκαλος του Πρόκλου. 2.Γιατρός (3ος αι. π.Χ.). Έζησε στην Αλεξάνδρεια και εργάστηκε ως οφθαλμίατρος αλλά και ως μαιευτήρας και… …   Dictionary of Greek

  • ληξιαρχείο — Δημόσια υπηρεσία επιφορτισμένη με την τήρηση βιβλίων τα οποία ονομάζονται ληξιαρχικά και στα οποία καταχωρούνται τα γεγονότα που αφορούν την προσωπική κατάσταση κάθε προσώπου: γεννήσεις, βαπτίσεις, γάμοι, θάνατοι. Σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία …   Dictionary of Greek

  • μάμμος — (I) ο μαιευτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαμμή «μαία», με αλλαγή γένους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου]. (II) μάμμος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἰκέτης» …   Dictionary of Greek

  • μαιεύτρια — η (AM μαιεύτρια) η μαία νεοελλ. η μαιευτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύομαι + επίθημα τρια] …   Dictionary of Greek

  • υστεροτοκία — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… …   Dictionary of Greek

  • υστεροτόκια — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… …   Dictionary of Greek

  • Πετσάλης — Επώνυμο αρχοντικής οικογένειας της Ηπείρου, η οποία πήρε μέρος στην ίδρυση της Πάργας (14ος αι.). Μέλη της οικογένειας αναφέρονται ως πρωθιερείς και ως προεστοί της Πάργας κατά τους ηρωικούς της αγώνες εναντίον του Αλή Πασά. Από την οικογένεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”